ένθεσις

ένθεσις
(-εως) η
1) вставление; вставка; надставка; 2) бот. прививка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ένθεσις" в других словарях:

  • ἔνθεσις — putting in fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθέσει — ἔνθεσις putting in fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐνθέσεϊ , ἔνθεσις putting in fem dat sg (epic) ἔνθεσις putting in fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθέσεις — ἔνθεσις putting in fem nom/voc pl (attic epic) ἔνθεσις putting in fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνθεσιν — ἔνθεσις putting in fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένθεση — η (AM ἔνθεσις) [εντίθημι] η πράξη και το αποτέλεσμα τού ενθέτω*, παρεμβολή, επένθεση, εισαγωγή νεοελλ. 1. εντοίχιση, ενδόμηση 2. ναυτ. «ένθεση λέμβων» η απόθεση μέσα στο πλοίο τών λέμβων που είναι κρεμασμένες έξω αρχ. 1. το κομμάτι ψωμιού που… …   Dictionary of Greek

  • ενθεσίδουλος — ἐνθεσίδουλος, ο (Μ) ψωμόδουλος, δούλος τών ενθέσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ένθεσις + δούλος] …   Dictionary of Greek

  • θεσσαλικός — ή, ό (ΑΜ θεσσαλικός, ή, όν, Α και αττ. τ. θετταλικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή κατάγεται ή προέρχεται από τη Θεσσαλία («θεσσαλική πεδιάδα») αρχ. φρ. 1. «θεσσαλικὸν ἔδος» είδος καθίσματος ή ανακλίντρου 2. «θεσσαλικὴ ἔνθεσις» ή… …   Dictionary of Greek

  • ἐνθέσεως — ἐνθέσεω̆ς , ἔνθεσις putting in fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»